Γράφει ο Γεώργιος Καββαθάς,
Μετά από μία μακρά περίοδο ύφεσης, τo 2018 αναμένεται να είναι μια χρονιά μετάβασης σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και βελτίωσης του μακροοικονομικού προφίλ της χώρας. Ωστόσο, για όλους εμάς, τους ανθρώπους της αγοράς και του εμπορίου, είναι πέρα από προφανές ότι αυτοί οι δείκτες δεν αποτελούν σημάδι σταθερής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Ο ιδιωτικός τομέας και συγκεκριμένα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης επωμίστηκαν τη μερίδα του λέοντος στην υπερφορολόγηση, είδαν την πτώση του κύκλου των εργασιών τους εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, ενώ εξακολούθησαν να πασχίζουν για να βρουν χρηματοδοτικά εργαλεία.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο για την επιχειρηματικότητα, το χρέος του ιδιωτικού τομέα συνέχισε να συσσωρεύεται και ουδεμία συναινετική εθνική πολιτική για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε δεν έχει κατατεθεί μέχρι σήμερα μετά από οκτώ χρόνια κρίσης.
Όπως υπογράμμισα πρόσφατα στην ομιλία μου στην Ομοσπονδία Επαγγελματικών, Βιοτεχνικών και Εμπορικών Σωματείων Μεσσηνίας, τα μέτρα της κυβέρνησης για την στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ασπιρίνη για τον καρκίνο.
Η οικονομία δεν θα επιστρέψει ποτέ στην κανονικότητα αν δεν υπάρξει ένας ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός που θα αντιμετωπίζει τα μείζονα ζητήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που είναι η υπερφορολόγηση, η υπερχρέωση και η χρηματοδότηση. Δυστυχώς μέχρι σήμερα, οι υφιστάμενες ρυθμίσεις έχουν αποδειχθεί κατώτερες των περιστάσεων και των πραγματικών αναγκών της αγοράς.
Κάνοντας μία ιδιαίτερη αναφορά στον εξωδικαστικό μηχανισμό για τις επιχειρήσεις, είναι πασιφανές ότι αν και στη βάση του είναι σωστός, αδυνατεί να επιλύσει το δομικό πρόβλημα υπερχρέωσης γιατί οι τράπεζες αρνούνται να προσέλθουν σε μια ειλικρινή και αποτελεσματική συζήτηση και ρύθμιση οφειλών.
Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα του εξωδικαστικού είναι πενιχρά και δυστυχώς επιβεβαιωθήκαμε στις αρχικές εκτιμήσεις μας. Αφενός, υπάρχει το πρόβλημα με τις χρονοβόρες και αρκετά κοστοβόρες διαδικασίες που προβλέπει ο μηχανισμός. Η επιχείρηση που ενδιαφέρεται να ενταχθεί πρέπει να καταβάλει δαπάνες για τον διαμεσολαβητή, τον δικηγόρο, τον οικονομολόγο. Αφετέρου, οι τράπεζες δεν προχωρούν σε αναδιάρθρωση χρέους, όταν υπάρχει ενυπόθηκο δάνειο.
Γενικότερα, η διαδικασία της αναδιαρθρωσης έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι εύκολη διαδικασία, καθότι προσκρούει στην έλλειψη αποδοχής της από τους «θεσμούς». Γι’ αυτό και η ΓΣΕΒΕΕ προκρίνει συνεχώς την ανάγκη να υπάρξει μία καθολική στήριξη από όλα τα κόμματα ώστε να ασκηθεί η μεγαλύτερη δυνατή πίεση. Αντίστοιχα, όταν πριν από ένα χρόνο ο κ. πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει τη θεσμοθέτηση του ακατάσχετου λογαριασμού για επιχειρήσεις, είδαμε ότι τελικά αυτή η πρόταση προσέκρουσε στις αιτιάσεις των πιστωτών για ηθικό κίνδυνο και διακριτική μεταχείριση των οφειλετών.
Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα δεν έχουν κατανοήσει ότι ο επιχειρηματικός λογαριασμός είναι τροφοδότης λογαριασμός αγορών, πωλήσεων, μισθών, δανείων, συναλλαγών με πελάτες και προμηθευτές και ότι η βίαιη απόσπαση τζίρου αποτελεί ουσιαστικά αιτία διακοπής της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Μέσα στο 2018 δεν αναμένουμε κάποια ουσιαστική φοροελάφρυνση για τις επιχειρήσεις, αλλά θεωρούμε ότι ο καλύτερος ηλεκτρονικός έλεγχος των συναλλαγών και οι στοχευμένες παρεμβάσεις για τη διεύρυνση της φορολογικής κλίμακας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια μερική χαλάρωση της φορολογικής πολιτικής. Φόροι όπως το τέλος επιτηδεύματος, η εισφορά αλληλεγγύης αλλά και οι υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές πρέπει να αναθεωρηθούν σημαντικά προς τα κάτω.
Επίσης, είναι κρίσιμο να παρακολουθήσουμε πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση για τους φόρους και τις εισφορές των νέων επαγγελματιών και την απαλλαγή από ΦΠΑ επιχειρήσεων που έχουν χαμηλό κύκλο εργασιών (έως 25,000€). Οι θυσίες θα πιάσουν τόπο μόνο αν γίνει ορθολογική και δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, ανάλογα με την εισοδηματική ικανότητα.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι το σημαντικότερο μειονέκτημα για την χώρα αποτελεί η έλλειψη ενός αναπτυξιακού επενδυτικού ταμείου που θα κατανείμει κεφάλαια και πόρους ανάλογα με τις αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες και προτεραιότητες της χώρας. Η ΓΣΕΒΕΕ υποδέχεται θετικά τις διακηρύξεις για τη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου επενδύσεων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ή τη μετεξέλιξη του ΕΤΕΑΝ σε ένα σύγχρονο αναπτυξιακό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που θα παρέχει εξειδικευμένα προγράμματα εγγυήσεων, χαμηλότοκου δανεισμού και κεφαλαίων κίνησης στις επιχειρήσεις.
Το βέβαιο είναι ότι θα επιμείνουμε για την άμεση υλοποίηση αυτών των εξαγγελιών.